δορίκτυπος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δορίκτῠπος:''' бряцающий копьями ([[Τροία]], Αἰακίδαι Pind.).
|elrutext='''δορίκτῠπος:''' [[бряцающий копьями]] ([[Τροία]], Αἰακίδαι Pind.).
}}
}}

Revision as of 13:01, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐκτῠπος Medium diacritics: δορίκτυπος Low diacritics: δορίκτυπος Capitals: ΔΟΡΙΚΤΥΠΟΣ
Transliteration A: doríktypos Transliteration B: doriktypos Transliteration C: doriktypos Beta Code: dori/ktupos

English (LSJ)

ον, A spear-clashing, Pi.N.3.60.

German (Pape)

[Seite 658] speerklingend; ἀλαλά Pind. N. 3, 57; Αἰακίδαι 7, 9.

Greek (Liddell-Scott)

δορίκτῠπος: -ον, ὁ τὰς λόγχας κτυπῶν, συγκροτῶν, Πίνδ. Ν. 3. 103.

English (Slater)

δορίκτῠπος, -ον
   1 of, with clashing spears πεμφθεὶς ὑπὸ Τροίαν δορίκτυπον ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν (edd. refer the adj. to either Τροίαν or ἀλαλάν) (N. 3.60) πόλιν γὰρ φιλόμολπον οἰκεῖ δορικτύπων Αἰακιδᾶν (N. 7.9)

Spanish (DGE)

(δορίκτῠπος) -ον
1 acompañado del fragor de las lanzas, ἀλαλά Pi.N.3.60.
2 que entrechoca la lanza de pers. δορικτύπων Αἰακιδᾶν Pi.N.7.9.

Greek Monolingual

δορίκτυπος, -ον (Α)
αυτός αντηχεί από τα χτυπήματα τών δοράτων.

Russian (Dvoretsky)

δορίκτῠπος: бряцающий копьями (Τροία, Αἰακίδαι Pind.).