μελανόφθαλμος: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μελᾰνόφθαλμος:''' черноглазый Arst., Anth.
|elrutext='''μελᾰνόφθαλμος:''' [[черноглазый]] Arst., Anth.
}}
}}

Revision as of 13:15, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνόφθαλμος Medium diacritics: μελανόφθαλμος Low diacritics: μελανόφθαλμος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: melanóphthalmos Transliteration B: melanophthalmos Transliteration C: melanofthalmos Beta Code: melano/fqalmos

English (LSJ)

ον, A black-eyed, Hp.Epid.1.19, Arist.GA779a35, Philostr.Gym.25, Gp.17.2.1.

German (Pape)

[Seite 120] schwarzäugig, Strat. 5 (XII, 5) Schol. Il. 1, 98 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνόφθαλμος: -ον, ὁ μέλανας ἔχων ὀφθαλμούς, μαυρομμάτης, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Α΄, 955, Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 5. 1. 17.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μελανόφθαλμος, -ον)
αυτός που έχει μαύρα μάτια, μαυρομάτης («ἐκλεκτέον μεγαλοφθάλμους, μελανοφθάλμους», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ὀφθαλμός (πρβλ. κοντ-όφθαλμος)].

Russian (Dvoretsky)

μελᾰνόφθαλμος: черноглазый Arst., Anth.