πεντέγραμμος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πεντέγραμμος:''' пятилинейный ([[πεσσά]] Soph.). | |elrutext='''πεντέγραμμος:''' [[пятилинейный]] ([[πεσσά]] Soph.). | ||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A consisting of five lines, πεσσὰ π. draughts played on a board with five lines, S.Fr.429; cf. πεντάγραμμον.
German (Pape)
[Seite 557] = πεντάγραμμος, Soph. frg. 381, πεσσά, vgl. Lob. Phryn. 413.
Greek (Liddell-Scott)
πεντέγραμμος: -ον, ὁ ἐκ πέντε γραμμῶν ἀποτελούμενος, πεσσὰ πεντάγραμμα καὶ κύβων βολὰς Σοφ. Ἀποσπ. 581 ἐκ τοῦ Ἡσυχ., ἔνθα: «παρ’ ὅσον πέντε γραμμαῖς ἔπαιζον, διαφέρει δὲ πεττεία κυβείας. ἐν ᾗ μὲν γὰρ τοὺς κύβους ἀναρρίπτουσιν· ἐν δὲ τῇ πεττείᾳ αὐτὸ μόνον τὰς ψήφους μετακινοῦσι».: ― πεντάγραμμον, τό, σχῆμα ἀστέρος, ὃ ἐσχημάτιζον οἱ Πυθαγόρειοι διὰ συμπλοκῆς τριγώνων σχημάτων, οὕτω, κοινῶς τὸ σχῆμα τοῦτο ὀνομάζεται πεντάλφα, ἴδε τὴν λέξιν, Λουκ. ὑπὲρ τοῦ Πταίσματ. 5.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. πεντάγραμμος.
Russian (Dvoretsky)
πεντέγραμμος: пятилинейный (πεσσά Soph.).