φοβέστρατος: Difference between revisions
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φοβέστρατος:''' нагоняющий страх на (неприятельские) войска ([[αἰγίς]] Hes.). | |elrutext='''φοβέστρατος:''' [[нагоняющий страх на]] (неприятельские) войска ([[αἰγίς]] Hes.). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:05, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, = φοβεσιστράτη (scarer of hosts), αἰγίς, of Athena, Hes. Th. ap. Chrysipp. Stoic. 2.257, cf. EM 797.54.
German (Pape)
[Seite 1294] Kriegsschaaren schreckend, Hes. frg. im E. M. 797, 54, von der Aegis.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ως προσωνυμία της θεάς Αθηνάς) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτή που τρέπει σε φυγή τα αντίπαλα στρατεύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοβῶ + στρατός (πρβλ. ἀγέ-στρατος, δεξί-στρατος). Η μορφή του α' συνθετικού αναλογικά προς το αρχε-].
Russian (Dvoretsky)
φοβέστρατος: нагоняющий страх на (неприятельские) войска (αἰγίς Hes.).