σύγγαμβροι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syggamvroi
|Transliteration C=syggamvroi
|Beta Code=su/ggambroi
|Beta Code=su/ggambroi
|Definition=οἱ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[the husbands of two sisters]], <span class="bibl">Poll.3.32</span>, etc.: sg., <b class="b2">brother-in-law</b>, PCair.Zen.475.11 (iii B.C.), <span class="title">MAMA</span>3.493 (Corycus); = [[congener]], Gloss.</span>
|Definition=οἱ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[the husbands of two sisters]], <span class="bibl">Poll.3.32</span>, etc.: sg., [[brother-in-law]], PCair.Zen.475.11 (iii B.C.), <span class="title">MAMA</span>3.493 (Corycus); = [[congener]], Gloss.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σύγγαμβροι''': οἱ, ὡς καὶ νῦν, [[ὁμόγαμβροι]], «οἱ δὲ δύο ἀδελφὰς γήμαντες [[ὁμόγαμβροι]] ἢ [[σύγγαμβροι]] ἢ [[μᾶλλον]] συγκηδεσταὶ» Πολυδ. Γ΄, 32, κτλ.· - [[ἐντεῦθεν]] ἐπίθετ. συγγαμβρικός, ή, όν, Βυζ.· - συγγαμβρία, ἡ, [[αὐτόθι]]· - συγγαμβρεύω, «μὴ συγγαμβρεύειν αἱρετικοῖς ἢ Ἰουδαίοις» Καν. τῆς Δ΄ Συνόδου ιδ΄ (ἐν τῷ Ἀναλυτ. Πίνακι τῶν Ἱερῶν Κανόν. τ. 2, σ. 722).
|lstext='''σύγγαμβροι''': οἱ, ὡς καὶ νῦν, [[ὁμόγαμβροι]], «οἱ δὲ δύο ἀδελφὰς γήμαντες [[ὁμόγαμβροι]] ἢ [[σύγγαμβροι]] ἢ [[μᾶλλον]] συγκηδεσταὶ» Πολυδ. Γ΄, 32, κτλ.· - [[ἐντεῦθεν]] ἐπίθετ. συγγαμβρικός, ή, όν, Βυζ.· - συγγαμβρία, ἡ, [[αὐτόθι]]· - συγγαμβρεύω, «μὴ συγγαμβρεύειν αἱρετικοῖς ἢ Ἰουδαίοις» Καν. τῆς Δ΄ Συνόδου ιδ΄ (ἐν τῷ Ἀναλυτ. Πίνακι τῶν Ἱερῶν Κανόν. τ. 2, σ. 722).
}}
}}

Revision as of 18:35, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγγαμβροι Medium diacritics: σύγγαμβροι Low diacritics: σύγγαμβροι Capitals: ΣΥΓΓΑΜΒΡΟΙ
Transliteration A: sýngambroi Transliteration B: syngambroi Transliteration C: syggamvroi Beta Code: su/ggambroi

English (LSJ)

οἱ, A the husbands of two sisters, Poll.3.32, etc.: sg., brother-in-law, PCair.Zen.475.11 (iii B.C.), MAMA3.493 (Corycus); = congener, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

σύγγαμβροι: οἱ, ὡς καὶ νῦν, ὁμόγαμβροι, «οἱ δὲ δύο ἀδελφὰς γήμαντες ὁμόγαμβροισύγγαμβροιμᾶλλον συγκηδεσταὶ» Πολυδ. Γ΄, 32, κτλ.· - ἐντεῦθεν ἐπίθετ. συγγαμβρικός, ή, όν, Βυζ.· - συγγαμβρία, ἡ, αὐτόθι· - συγγαμβρεύω, «μὴ συγγαμβρεύειν αἱρετικοῖς ἢ Ἰουδαίοις» Καν. τῆς Δ΄ Συνόδου ιδ΄ (ἐν τῷ Ἀναλυτ. Πίνακι τῶν Ἱερῶν Κανόν. τ. 2, σ. 722).