λεπυρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " :" to ":")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[λεπυριώδης]];<br /><b>2</b> couvert d’écailles.<br />'''Étymologie:''' [[λέπυρον]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[λεπυριώδης]];<br /><b>2</b> couvert d’écailles.<br />'''Étymologie:''' [[λέπυρον]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[λεπυρώδης]], -ες) αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] αλλεπάλληλα λέπυρα.
|mltxt=-ες (Α [[λεπυρώδης]], -ες) αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] αλλεπάλληλα λέπυρα.
}}
}}

Revision as of 10:00, 21 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπῠρώδης Medium diacritics: λεπυρώδης Low diacritics: λεπυρώδης Capitals: ΛΕΠΥΡΩΔΗΣ
Transliteration A: lepyrṓdēs Transliteration B: lepyrōdēs Transliteration C: lepyrodis Beta Code: lepurw/dhs

English (LSJ)

ες, A = λεπυριώδης, Thphr.HP1.6.7.

German (Pape)

[Seite 32] ες, = λεπυριώδης, von Zwiebelgewächsen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

λεπῠρώδης: -ες, = λεπυριώδης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 7., 9. 9, 6.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 c. λεπυριώδης;
2 couvert d’écailles.
Étymologie: λέπυρον, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (Α λεπυρώδης, -ες) αυτός που αποτελείται από πολλά αλλεπάλληλα λέπυρα.