δευτερότοκος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
(big3_11)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[segundogénito]]de un hijo, op. πρωτότοκος Didym.M.39.836C, Chrys.M.48.929.
|dgtxt=-ον<br />[[segundogénito]] de un hijo, op. [[πρωτότοκος]] Didym.M.39.836C, Chrys.M.48.929.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br /> -η, -ο (AM [[δευτερότοκος]], -ον)<br /> αυτός που γεννήθηκε [[δεύτερος]], [[μετά]] τον πρωτότοκο.<br /><b>(II)</b><br /> [[δευτερότοκος]], η (AM)<br /> αυτή που γέννησε δεύτερη [[φορά]].
}}
}}

Latest revision as of 15:35, 22 August 2022

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
enfanté le second, puiné CHRYS 6.356.
Étymologie: δεύτερος, τίκτω.

Spanish (DGE)

-ον
segundogénito de un hijo, op. πρωτότοκος Didym.M.39.836C, Chrys.M.48.929.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (AM δευτερότοκος, -ον)
αυτός που γεννήθηκε δεύτερος, μετά τον πρωτότοκο.
(II)
δευτερότοκος, η (AM)
αυτή που γέννησε δεύτερη φορά.