ἀνθράκινος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "‘([\w\s]+)’" to "‘$1’")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z‘:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-η, -ον<br /><b class="num">I</b> adj. [[hecho de granate]] κυλίκιον [[LXX]] <i>Es</i>.1.7, ἀ. λίθος carbunclo</i> op. πράσινος λίθος ‘[[cuarzo]]’, Ph.1.60.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> ἀνθρακίνου [[βαφή]] [[tinte azul oscuro]], <i>PHolm</i>.110.<br /><b class="num">2</b> plu. lat. <i>anthracina</i>, -<i>orum</i>, [[vestidos negros de luto]] Varro en Nonius Marcellus p.882.
|dgtxt=-η, -ον<br /><b class="num">I</b> adj. [[hecho de granate]] κυλίκιον [[LXX]] <i>Es</i>.1.7, ἀ. λίθος carbunclo</i> op. [[πράσινος λίθος]] ‘[[cuarzo]]’, Ph.1.60.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> ἀνθρακίνου [[βαφή]] [[tinte azul oscuro]], <i>PHolm</i>.110.<br /><b class="num">2</b> plu. lat. <i>anthracina</i>, -<i>orum</i>, [[vestidos negros de luto]] Varro en Nonius Marcellus p.882.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται ή [[είναι]] κατασκευασμένος από τον πολύτιμο λίθο άνθρακα<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το σκούρο [[χρώμα]] του άνθρακα.
|mltxt=-η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται ή [[είναι]] κατασκευασμένος από τον πολύτιμο λίθο άνθρακα<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το σκούρο [[χρώμα]] του άνθρακα.
}}
}}

Revision as of 15:50, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρᾰκινος Medium diacritics: ἀνθράκινος Low diacritics: ανθράκινος Capitals: ΑΝΘΡΑΚΙΝΟΣ
Transliteration A: anthrákinos Transliteration B: anthrakinos Transliteration C: anthrakinos Beta Code: a)nqra/kinos

English (LSJ)

η, ον, A of the nature of, or made of, a carbuncle, LXXEs.1.7. 2 ἀνθρακίνου βαφή blue dye (woad), PHolm.18.35.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθράκινος: -η, -ον, ἐξ ἄνθρακος (τοῦ πολυτίμου λίθου), «ἀνθράκινον κυλίκιον προκείμενον ἀπὸ ταλάντων τρισμυρίων» Ἑβδ. (Ἐσθ. α΄, 7).

Spanish (DGE)

-η, -ον
I adj. hecho de granate κυλίκιον LXX Es.1.7, ἀ. λίθος carbunclo op. πράσινος λίθοςcuarzo’, Ph.1.60.
II subst.
1 ἀνθρακίνου βαφή tinte azul oscuro, PHolm.110.
2 plu. lat. anthracina, -orum, vestidos negros de luto Varro en Nonius Marcellus p.882.

Greek Monolingual

-η, -ον (Α)
1. αυτός που προέρχεται ή είναι κατασκευασμένος από τον πολύτιμο λίθο άνθρακα
2. αυτός που έχει το σκούρο χρώμα του άνθρακα.