δαμαῖος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α Δαμαῖος)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> [[γένος]] ακάρεων<br /><b>αρχ.</b><br /><i>Δαμαῖος</i><br />[[επίκληση]] του Ποσειδώνος στην Κόρινθο, [[ιπποδαμαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. επίθ. <i>Δαμαίος</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δαμα</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. <i>εδάμασα</i>) του ρ. [[δάμνημι]]].
|mltxt=ο (Α Δαμαῖος)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> [[γένος]] ακάρεων<br /><b>αρχ.</b><br /><i>Δαμαῖος</i><br />[[επίκληση]] του Ποσειδώνος στην Κόρινθο, [[ιπποδαμαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. επίθ. <i>Δαμαίος</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δαμα</i>- ([[πρβλ]]. αόρ. <i>εδάμασα</i>) του ρ. [[δάμνημι]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δᾱμαῖος:''' ὁ укротитель (коня) (эпитет Посидона) Pind.
|elrutext='''δᾱμαῖος:''' ὁ [[укротитель]] (коня) (эпитет Посидона) Pind.
}}
}}

Latest revision as of 10:05, 23 August 2022

German (Pape)

[Seite 520] ὁ, der Bändiger, Poseidon, Pind. Ol. 13, 66.

Greek Monolingual

ο (Α Δαμαῖος)
νεοελλ.
βιολ. γένος ακάρεων
αρχ.
Δαμαῖος
επίκληση του Ποσειδώνος στην Κόρινθο, ιπποδαμαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. επίθ. Δαμαίος < (θ.) δαμα- (πρβλ. αόρ. εδάμασα) του ρ. δάμνημι].

Russian (Dvoretsky)

δᾱμαῖος:укротитель (коня) (эпитет Посидона) Pind.