укротитель
From LSJ
Russian > Greek
δαμαντήρ, δαμάσιππος, δαμνηπῶλος, δάμνιππος, δμητήρ, ἡμερωτής, ἱππόδαμος, πραϋντής, πωλευτής, πωλοδαμαστής, πωλοδάμνης, πωλοτρόφος, τιθασευτής, δαμάλης, δαμαῖος, στορεστής
δαμαντήρ, δαμάσιππος, δαμνηπῶλος, δάμνιππος, δμητήρ, ἡμερωτής, ἱππόδαμος, πραϋντής, πωλευτής, πωλοδαμαστής, πωλοδάμνης, πωλοτρόφος, τιθασευτής, δαμάλης, δαμαῖος, στορεστής