τοξεία: Difference between revisions
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τοξεία:''' ἡ стрельба из лука Diod. | |elrutext='''τοξεία:''' ἡ [[стрельба из лука]] Diod. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:25, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A archery, OGI339.37 (Sestos, ii B. C., pl.), D.S. 3.8, 5.74, Str.16.4.10, Ph.2.158 (pl.), J.AJ1.3.8, Hld.9.3 (pl.). II collective for οἱ τοξόται, force of archers, Philostr.VA8.7: pl. αἱ τοξεῖαι, bows, J.AJ5.5.4.
German (Pape)
[Seite 1128] ἡ, das Schießen mit dem Bogen, die Kunst zu schießen, D. C. 75, 11, öfter. – Bei Philostr. auch collectiv = οἱ τοξόται.
Greek (Liddell-Scott)
τοξεία: τὸ τοξεύειν διὰ τοῦ τόξου, ἡ τέχνη τοῦ τοξότου, Διόδ. 3. 8., 5. 74. ΙΙ. περιληπτικὸν ἀντὶ τοῦ οἱ τοξόται, ἡ ἐκ τοξοτῶν δύναμις, Φιλόστρ. 328.
Greek Monolingual
ἡ, Α τοξεύω
1. η τέχνη του να τοξεύει κανείς
2. (περιλπτ.) το στρατιωτικό σώμα τών τοξοτών, οι τοξότες
3. στον πληθ. αἱ τοξεῖαι- τα τόξα.
Russian (Dvoretsky)
τοξεία: ἡ стрельба из лука Diod.