σπίζα: Difference between revisions
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σπίζα:''' ἡ зяблик Soph., Arst., Diog. L. | |elrutext='''σπίζα:''' ἡ [[зяблик]] Soph., Arst., Diog. L. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:30, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, (σπίζω (A))) A chaffinch, Fringilla caelebs, S.Fr.431, Arist. HA592b17, 613b3; ἠΰτε γλαῦκα πέρι σπίζαι Timo 34:—Dim. σπιζίον, τό, Hsch.
German (Pape)
[Seite 921] u. σπίζη, ἡ, jeder kleine piepende od. pfeifende Vogel; κάτω κρέμανται, σπίζ' ὅπ ως ἐν ἕρκεσιν, Soph. frg. 382 bei Hdn. περὶ μον. λ. 32, 21; Timon bei D. L. 4, 42; bes. der Finke, fringilla, Arist. H. A. 8, 3. 9, 7.
Greek (Liddell-Scott)
σπίζα: ἡ, (σπίζω) πτηνὸν τι ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ σπίνου ἢ φρυγίλου, Fringilla caelebs, Σοφ. Ἀποσπ. 382, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 4., 9. 7, 11· ἠύτε γλαῦκα πέρι σπίζαι Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 4. 42. - Ὑποκορ. σπιζίον, τό, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
γενική ονομασία πολλών στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια φρινγκιλλίδες
νεοελλ.
ονομασία τών πτηνών του γένους Αcanthis, από τα οποία φωλιάζει στην Ελλάδα το γένος Αcanthis cannabina, κν. κοκκινόσπιζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σπίζω.
Russian (Dvoretsky)
σπίζα: ἡ зяблик Soph., Arst., Diog. L.