παραγώνιος: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paragonios
|Transliteration C=paragonios
|Beta Code=paragw/nios
|Beta Code=paragw/nios
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[adjacent to an angle]], Inscr.Délos 504 <span class="title">A</span>6 (iii B. C.); λίθος <span class="title">Rev.Phil.</span>43.202 (Didyma), <span class="title">Milet.</span>7p.57.</span>
|Definition=ον, [[adjacent to an angle]], Inscr.Délos 504 <span class="title">A</span>6 (iii B. C.); λίθος <span class="title">Rev.Phil.</span>43.202 (Didyma), <span class="title">Milet.</span>7p.57.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο / [[παραγώνιος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το παραγώνιο</i><br />[[τεμάχιο]] από σιδερένιο [[έλασμα]] σχήματος Τ ή L το οποίο χρησιμεύει για την [[ενίσχυση]] τών ξύλινων ή σιδερένιων τμημάτων μιας κατασκευής στα [[σημεία]] σύνδεσής τους<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στη [[γωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γωνία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>].
|mltxt=-ο / [[παραγώνιος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το παραγώνιο</i><br />[[τεμάχιο]] από σιδερένιο [[έλασμα]] σχήματος Τ ή L το οποίο χρησιμεύει για την [[ενίσχυση]] τών ξύλινων ή σιδερένιων τμημάτων μιας κατασκευής στα [[σημεία]] σύνδεσής τους<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στη [[γωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γωνία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>].
}}
}}

Revision as of 13:40, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραγώνιος Medium diacritics: παραγώνιος Low diacritics: παραγώνιος Capitals: ΠΑΡΑΓΩΝΙΟΣ
Transliteration A: paragṓnios Transliteration B: paragōnios Transliteration C: paragonios Beta Code: paragw/nios

English (LSJ)

ον, adjacent to an angle, Inscr.Délos 504 A6 (iii B. C.); λίθος Rev.Phil.43.202 (Didyma), Milet.7p.57.

Greek Monolingual

-ο / παραγώνιος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το παραγώνιο
τεμάχιο από σιδερένιο έλασμα σχήματος Τ ή L το οποίο χρησιμεύει για την ενίσχυση τών ξύλινων ή σιδερένιων τμημάτων μιας κατασκευής στα σημεία σύνδεσής τους
αρχ.
αυτός που βρίσκεται κοντά στη γωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + γωνία + κατάλ. -ιος].