παρακινηματικός: Difference between revisions
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parakinimatikos | |Transliteration C=parakinimatikos | ||
|Beta Code=parakinhmatiko/s | |Beta Code=parakinhmatiko/s | ||
|Definition=ή, όν, | |Definition=ή, όν, [[exciting]], π. τι καὶ μανιῶδες <span class="bibl">Ph. 2.477</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[παρακίνημα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή την [[ικανότητα]] να διεγείρει, να ερεθίζει, [[διεγερτικός]], [[ερεθιστικός]]. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[παρακίνημα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή την [[ικανότητα]] να διεγείρει, να ερεθίζει, [[διεγερτικός]], [[ερεθιστικός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:45, 23 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, exciting, π. τι καὶ μανιῶδες Ph. 2.477.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α παρακίνημα, -ατος]
αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να διεγείρει, να ερεθίζει, διεγερτικός, ερεθιστικός.