παραπλάγιος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paraplagios
|Transliteration C=paraplagios
|Beta Code=parapla/gios
|Beta Code=parapla/gios
|Definition=[ᾰ], ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sidelong]], [[oblique]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>4.12.2</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], ον, [[sidelong]], [[oblique]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>4.12.2</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:48, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπλάγιος Medium diacritics: παραπλάγιος Low diacritics: παραπλάγιος Capitals: ΠΑΡΑΠΛΑΓΙΟΣ
Transliteration A: paraplágios Transliteration B: paraplagios Transliteration C: paraplagios Beta Code: parapla/gios

English (LSJ)

[ᾰ], ον, sidelong, oblique, Thphr.HP4.12.2.

German (Pape)

[Seite 494] an der Seite schräg, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

παραπλάγιος: [ᾰ], -ον, πλάγιος, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 12, 2.

Greek Monolingual

-α, -ο / παραπλάγιος, -ον, ΝΑ
ο λίγο πλάγιος, ο λίγο λοξός
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται δίπλα σε κάτι πλάγιο
2. φρ. «παραπλάγιος συστολέας»
ναυτ. συστολέας που βρίσκεται κοντά στον πλάγιο συστολέα, κν. το απάνω σεραπινέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πλάγιος. Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].