πρωτοτυπία: Difference between revisions
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prototypia | |Transliteration C=prototypia | ||
|Beta Code=prwtotupi/a | |Beta Code=prwtotupi/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[original form]], <span class="bibl">Eust.50.38</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:40, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, original form, Eust.50.38.
German (Pape)
[Seite 807] ἡ, die Eigenschaft eines πρωτότυπον, eines Stammwortes, Eust. 38, 17.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτοτῠπία: ἡ, ἡ ἰδιότης τοῦ πρωτοτύπου, Εὐστ. Πονημάτ. 171. 28, κτλ.
Greek Monolingual
η, ΝΜ πρωτότυπος
1. η ιδιότητα του πρωτότυπου, καινοτομία, ιδιοτυπία, ιδιομορφία
2. συνεκδ. καθετί το ασυνήθιστο ή και το παράδοξο
3. η αρχική μορφή, το πρωτότυπο.