σιτοπαραλήμπτης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sitoparalimptis
|Transliteration C=sitoparalimptis
|Beta Code=sitoparalh/mpths
|Beta Code=sitoparalh/mpths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[receiver of corn-dues]], <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>81</span> (ii A.D.), etc.</span>
|Definition=ου, ὁ, [[receiver of corn-dues]], <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>81</span> (ii A.D.), etc.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που παραλαμβάνει τις οφειλόμενες εισφορές σίτου, [[υπάλληλος]] της κρατικής αποθήκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> [[παραλημπτής]], [[άλλος]] τ. του [[παραλήπτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[παραλαμβάνω]])].
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που παραλαμβάνει τις οφειλόμενες εισφορές σίτου, [[υπάλληλος]] της κρατικής αποθήκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> [[παραλημπτής]], [[άλλος]] τ. του [[παραλήπτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[παραλαμβάνω]])].
}}
}}

Revision as of 17:59, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοπαραλήμπτης Medium diacritics: σιτοπαραλήμπτης Low diacritics: σιτοπαραλήμπτης Capitals: ΣΙΤΟΠΑΡΑΛΗΜΠΤΗΣ
Transliteration A: sitoparalḗmptēs Transliteration B: sitoparalēmptēs Transliteration C: sitoparalimptis Beta Code: sitoparalh/mpths

English (LSJ)

ου, ὁ, receiver of corn-dues, BGU81 (ii A.D.), etc.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που παραλαμβάνει τις οφειλόμενες εισφορές σίτου, υπάλληλος της κρατικής αποθήκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + παραλημπτής, άλλος τ. του παραλήπτης (< παραλαμβάνω)].