σπάργησις: Difference between revisions

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=spargisis
|Transliteration C=spargisis
|Beta Code=spa/rghsis
|Beta Code=spa/rghsis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[swelling]], [[distention]], μαστῶν Dsc.3.34, cf. 2.107 ([[varia lectio|v.l.]] [[σπαργανώσεις]]), <span class="bibl">Sor.1.76</span>.</span>
|Definition=εως, ἡ, [[swelling]], [[distention]], μαστῶν Dsc.3.34, cf. 2.107 ([[varia lectio|v.l.]] [[σπαργανώσεις]]), <span class="bibl">Sor.1.76</span>.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[σπαργῶ]], -άω<br />[[διόγκωση]], [[πρήξιμο]] που οφείλεται στην ύπαρξη ζωικών χυμών ή σε [[υπεραιμία]].
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[σπαργῶ]], -άω<br />[[διόγκωση]], [[πρήξιμο]] που οφείλεται στην ύπαρξη ζωικών χυμών ή σε [[υπεραιμία]].
}}
}}

Revision as of 18:05, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπάργησις Medium diacritics: σπάργησις Low diacritics: σπάργησις Capitals: ΣΠΑΡΓΗΣΙΣ
Transliteration A: spárgēsis Transliteration B: spargēsis Transliteration C: spargisis Beta Code: spa/rghsis

English (LSJ)

εως, ἡ, swelling, distention, μαστῶν Dsc.3.34, cf. 2.107 (v.l. σπαργανώσεις), Sor.1.76.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α σπαργῶ, -άω
διόγκωση, πρήξιμο που οφείλεται στην ύπαρξη ζωικών χυμών ή σε υπεραιμία.