στυππειοποιός: Difference between revisions

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=styppeiopoios
|Transliteration C=styppeiopoios
|Beta Code=stulpoio/s
|Beta Code=stulpoio/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[towmaker]], EM339.56 (στυππιο-).</span>
|Definition=ὁ, [[towmaker]], EM339.56 (στυππιο-).
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:25, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στυππειοποιός Medium diacritics: στυππειοποιός Low diacritics: στυππειοποιός Capitals: ΣΤΥΠΠΕΙΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: styppeiopoiós Transliteration B: styppeiopoios Transliteration C: styppeiopoios Beta Code: stulpoio/s

English (LSJ)

ὁ, towmaker, EM339.56 (στυππιο-).

Greek Monolingual

και δ. γρφ. στυππιοποιός, ὁ, Α
τεχνίτης που κατασκευάζει σχοινιά από λινάρι ή καννάβι, (στυπ)πειοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στυππεῖον «στουπί» + -ποιός].

Greek Monolingual

και δ. γρφ. στυππιοποιός, ὁ, Α
τεχνίτης που κατασκευάζει σχοινιά από λινάρι ή καννάβι, (στυπ)πειοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στυππεῖον «στουπί» + -ποιός].