στυππειοποιός
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
Full diacritics: στυππειοποιός | Medium diacritics: στυππειοποιός | Low diacritics: στυππειοποιός | Capitals: ΣΤΥΠΠΕΙΟΠΟΙΟΣ |
Transliteration A: styppeiopoiós | Transliteration B: styppeiopoios | Transliteration C: styppeiopoios | Beta Code: stulpoio/s |
ὁ, towmaker, EM339.56 (στυππιο-).
και δ. γρφ. στυππιοποιός, ὁ, Α
τεχνίτης που κατασκευάζει σχοινιά από λινάρι ή καννάβι, (στυπ)πειοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στυππεῖον «στουπί» + -ποιός].