συγκάθεδρος: Difference between revisions
From LSJ
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygkathedros | |Transliteration C=sygkathedros | ||
|Beta Code=sugka/qedros | |Beta Code=sugka/qedros | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[assessor]], [[colleague]], Ulp. ad <span class="bibl">D.21.178</span>, Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[συνθάκων]]; condemned by <span class="bibl">Thom.Mag. p.292</span> R. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:25, 23 August 2022
English (LSJ)
ὁ, assessor, colleague, Ulp. ad D.21.178, Hsch. s.v. συνθάκων; condemned by Thom.Mag. p.292 R.
German (Pape)
[Seite 963] mit beisitzend, Lob. Phryn. 465.
Greek (Liddell-Scott)
συγκάθεδρος: ὁ, τὴν αὐτὴν καθέδραν κατέχων, πάρεδρος, Μακάρ. 604D, Παλλαδ. Λαυσ. 1233C, κλπ., ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 465.
Greek Monolingual
ό, ΜΑ
αυτός που παρακάθεται στην ίδια έδρα, πάρεδρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατά + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. πάρ-εδρος, σύν-εδρος].
Greek Monolingual
ό, ΜΑ
αυτός που παρακάθεται στην ίδια έδρα, πάρεδρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατά + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. πάρ-εδρος, σύν-εδρος].