σχινέλαιον: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
(6_22) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=schinelaion | |Transliteration C=schinelaion | ||
|Beta Code=sxine/laion | |Beta Code=sxine/laion | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, [[mastich oil]], made from the berries of the σχῖνος 1, Dsc.1.41 (in lemmate), Suid. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχῑνέλαιον''': τό, σχίνινον [[ἔλαιον]], [[ἔλαιον]] κατασκευαζόμενον ἐκ τοῦ πεπείρου καρποῦ τοῦ σχίνου, Διοσκ. 1. 50 (ἐν τῷ λήματι, δηλ. τῷ τίτλῳ), Σουΐδ. | |lstext='''σχῑνέλαιον''': τό, σχίνινον [[ἔλαιον]], [[ἔλαιον]] κατασκευαζόμενον ἐκ τοῦ πεπείρου καρποῦ τοῦ σχίνου, Διοσκ. 1. 50 (ἐν τῷ λήματι, δηλ. τῷ τίτλῳ), Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br />[[είδος]] λαδιού που παρασκευαζόταν από τους κόκκους του σχίνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχῖνος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἔλαιον]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 19:20, 23 August 2022
English (LSJ)
τό, mastich oil, made from the berries of the σχῖνος 1, Dsc.1.41 (in lemmate), Suid.
German (Pape)
[Seite 1056] τό, Mastixöl, aus den Beeren des σχῖνος, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
σχῑνέλαιον: τό, σχίνινον ἔλαιον, ἔλαιον κατασκευαζόμενον ἐκ τοῦ πεπείρου καρποῦ τοῦ σχίνου, Διοσκ. 1. 50 (ἐν τῷ λήματι, δηλ. τῷ τίτλῳ), Σουΐδ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
είδος λαδιού που παρασκευαζόταν από τους κόκκους του σχίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχῖνος + ἔλαιον.