σύγγαμβροι: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syggamvroi
|Transliteration C=syggamvroi
|Beta Code=su/ggambroi
|Beta Code=su/ggambroi
|Definition=οἱ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[the husbands of two sisters]], <span class="bibl">Poll.3.32</span>, etc.: sg., [[brother-in-law]], PCair.Zen.475.11 (iii B.C.), <span class="title">MAMA</span>3.493 (Corycus); = [[congener]], Gloss.</span>
|Definition=οἱ, [[the husbands of two sisters]], <span class="bibl">Poll.3.32</span>, etc.: sg., [[brother-in-law]], PCair.Zen.475.11 (iii B.C.), <span class="title">MAMA</span>3.493 (Corycus); = [[congener]], Gloss.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σύγγαμβροι''': οἱ, ὡς καὶ νῦν, [[ὁμόγαμβροι]], «οἱ δὲ δύο ἀδελφὰς γήμαντες [[ὁμόγαμβροι]] ἢ [[σύγγαμβροι]] ἢ [[μᾶλλον]] συγκηδεσταὶ» Πολυδ. Γ΄, 32, κτλ.· - [[ἐντεῦθεν]] ἐπίθετ. συγγαμβρικός, ή, όν, Βυζ.· - συγγαμβρία, ἡ, [[αὐτόθι]]· - συγγαμβρεύω, «μὴ συγγαμβρεύειν αἱρετικοῖς ἢ Ἰουδαίοις» Καν. τῆς Δ΄ Συνόδου ιδ΄ (ἐν τῷ Ἀναλυτ. Πίνακι τῶν Ἱερῶν Κανόν. τ. 2, σ. 722).
|lstext='''σύγγαμβροι''': οἱ, ὡς καὶ νῦν, [[ὁμόγαμβροι]], «οἱ δὲ δύο ἀδελφὰς γήμαντες [[ὁμόγαμβροι]] ἢ [[σύγγαμβροι]] ἢ [[μᾶλλον]] συγκηδεσταὶ» Πολυδ. Γ΄, 32, κτλ.· - [[ἐντεῦθεν]] ἐπίθετ. συγγαμβρικός, ή, όν, Βυζ.· - συγγαμβρία, ἡ, [[αὐτόθι]]· - συγγαμβρεύω, «μὴ συγγαμβρεύειν αἱρετικοῖς ἢ Ἰουδαίοις» Καν. τῆς Δ΄ Συνόδου ιδ΄ (ἐν τῷ Ἀναλυτ. Πίνακι τῶν Ἱερῶν Κανόν. τ. 2, σ. 722).
}}
}}

Revision as of 19:25, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγγαμβροι Medium diacritics: σύγγαμβροι Low diacritics: σύγγαμβροι Capitals: ΣΥΓΓΑΜΒΡΟΙ
Transliteration A: sýngambroi Transliteration B: syngambroi Transliteration C: syggamvroi Beta Code: su/ggambroi

English (LSJ)

οἱ, the husbands of two sisters, Poll.3.32, etc.: sg., brother-in-law, PCair.Zen.475.11 (iii B.C.), MAMA3.493 (Corycus); = congener, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

σύγγαμβροι: οἱ, ὡς καὶ νῦν, ὁμόγαμβροι, «οἱ δὲ δύο ἀδελφὰς γήμαντες ὁμόγαμβροισύγγαμβροιμᾶλλον συγκηδεσταὶ» Πολυδ. Γ΄, 32, κτλ.· - ἐντεῦθεν ἐπίθετ. συγγαμβρικός, ή, όν, Βυζ.· - συγγαμβρία, ἡ, αὐτόθι· - συγγαμβρεύω, «μὴ συγγαμβρεύειν αἱρετικοῖς ἢ Ἰουδαίοις» Καν. τῆς Δ΄ Συνόδου ιδ΄ (ἐν τῷ Ἀναλυτ. Πίνακι τῶν Ἱερῶν Κανόν. τ. 2, σ. 722).