κορυμβώδης: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=korymvodis | |Transliteration C=korymvodis | ||
|Beta Code=korumbw/dhs | |Beta Code=korumbw/dhs | ||
|Definition=ες, | |Definition=ες, [[varia lectio|v.l.]] for [[κορυμβοειδής]], Dsc.3.24. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 02:10, 24 August 2022
English (LSJ)
ες, v.l. for κορυμβοειδής, Dsc.3.24.
Greek (Liddell-Scott)
κορυμβώδης: -ες, = κορυμβοειδής, Διοσκ. 3. 29.
Greek Monolingual
-ες (Α κορυμβώδης, -ῶδες) κόρυμβος
(για άνθος) διατεταγμένος κατά κορύμβους
νεοελλ.
1. (για φυτό) αυτός που έχει κορυμβώδη άνθη
2. (για δένδρα) αυτά τών οποίων οι κλάδοι έχουν διάταξη κορύμβου.