μαλκόν: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
(8) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=malkon | |Transliteration C=malkon | ||
|Beta Code=malko/n | |Beta Code=malko/n | ||
|Definition=< | |Definition=v. [[μάλκιος]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μαλκόν''': «[[μαλακὸν]]» Ἡσύχ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μαλκόν]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μαλκόν]]<br />μαλακόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένους τ. του [[μαλακός]], με [[συγκοπή]]. Ο τ. <i>μαλκῆν</i> («τὸ [[ἐπικόπανον]]» [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>) αναφέρεται [[επομένως]] στο [[στέλεχος]] του δέντρου, το οποίο τρυφεραίνει, μαλακώνει]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 03:45, 24 August 2022
English (LSJ)
v. μάλκιος.
Greek (Liddell-Scott)
μαλκόν: «μαλακὸν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μαλκόν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μαλκόν
μαλακόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένους τ. του μαλακός, με συγκοπή. Ο τ. μαλκῆν («τὸ ἐπικόπανον» κατά τον Ησύχ.) αναφέρεται επομένως στο στέλεχος του δέντρου, το οποίο τρυφεραίνει, μαλακώνει].