ξενοπρεπής: Difference between revisions
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksenoprepis | |Transliteration C=ksenoprepis | ||
|Beta Code=cenopreph/s | |Beta Code=cenopreph/s | ||
|Definition=ές, | |Definition=ές, [[strange]], [[out of the way]], Hp <span class="title">Fract.</span>1, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span>34</span>, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>2.13</span> (Comp.). Adv. -πῶς <span class="bibl">Steph. <span class="title">in Hp.</span>2.288</span> D. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 05:30, 24 August 2022
English (LSJ)
ές, strange, out of the way, Hp Fract.1, D.H.Dem.34, Aret.SD2.13 (Comp.). Adv. -πῶς Steph. in Hp.2.288 D.
German (Pape)
[Seite 277] ές, einem Fremden geziemend, fremd aussehend, D. Hal. de vi Dem. 34.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοπρεπής: -ές, ὁ ἁρμόζων εἰς ξένον· παράδοξος, ἀλλόκοτος, ἀσυνήθης, Ἱππ. π. Ἀγμ. 750, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 34, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13. - Ἐπιρρ. ξενοπρεπῶς Ὁλοβ. ἐν Boiss. Ἀνεκ. 5, σ. 174.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ξενοπρεπής, -ές)
1. αυτός που αρμόζει σε ξένους
2. παράδοξος, ασυνήθιστος.
επίρρ...
ξενοπρεπώς (Α ξενοπρεπῶς)
με ξενοπρεπή τρόπο, όπως αρμόζει σε ξένους ή όπως συνηθίζεται από ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. δουλο-πρεπής, ιερο-πρεπής].