ξηρόφλοιος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksirofloios | |Transliteration C=ksirofloios | ||
|Beta Code=chro/floios | |Beta Code=chro/floios | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[with dry bark]], <span class="bibl">Gp.9.16.2</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 05:30, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, with dry bark, Gp.9.16.2.
German (Pape)
[Seite 279] mit trockner Rinde, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
ξηρόφλοιος: -ον, ὁ ἔχων ξηρὸν φλοιόν, Γεωπ. 9. 16.
Greek Monolingual
-ο (Μ ξηρόφλοιος, -ον)
νεοελλ.
(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο ξηρόφλοιος και το ξηρόφλοιο
βοτ. το εξωτερικό πλατύτερο, ξηρό και σκοτεινόχρωμο τμήμα του φλοιού τών φυτών, αλλ. ρυτίδωμα
μσν.
(για φυτό) αυτός που έχει ξηρό φλοιό.