εργαλείο: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt

Menander, Monostichoi, 170
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM ἐργαλεῑον<br />Α και ιων. τ. ἐργαλήιον)<br />όργανο το οποίο χειρίζεται [[κανείς]] για την [[εκτέλεση]] κάποιας τεχνικής εργασίας.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> απαραίτητο [[μέσο]] για [[μελέτη]], [[σπουδή]] κ.λπ. («τα εργαλεία της μελέτης, της ειδικότητας»)<br /><b>2.</b> το [[πέος]]<br /><b>μσν.</b><br />πολεμική [[μηχανή]], πολιορκητικό [[μηχάνημα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[κίνητρο]] που ωθεί σε μια [[ενέργεια]] («κακίας [[ὡσανεὶ]] ἐργαλεῑόν ἐστιν ἡ [[φιλαργυρία]]», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fέργαλον</i> με [[παρέκταση]] -<i>αλ</i> ([[πρβλ]]. <i>έτ</i>-<i>αλ</i>-<i>ον</i>). Οι τ. εμφανίζουν ένα δυσερμήνευτο θ. <i>εργα</i>-].
|mltxt=το (AM ἐργαλεῖον<br />Α και ιων. τ. ἐργαλήιον)<br />όργανο το οποίο χειρίζεται [[κανείς]] για την [[εκτέλεση]] κάποιας τεχνικής εργασίας.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> απαραίτητο [[μέσο]] για [[μελέτη]], [[σπουδή]] κ.λπ. («τα εργαλεία της μελέτης, της ειδικότητας»)<br /><b>2.</b> το [[πέος]]<br /><b>μσν.</b><br />πολεμική [[μηχανή]], πολιορκητικό [[μηχάνημα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[κίνητρο]] που ωθεί σε μια [[ενέργεια]] («κακίας [[ὡσανεὶ]] ἐργαλεῑόν ἐστιν ἡ [[φιλαργυρία]]», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fέργαλον</i> με [[παρέκταση]] -<i>αλ</i> ([[πρβλ]]. <i>έτ</i>-<i>αλ</i>-<i>ον</i>). Οι τ. εμφανίζουν ένα δυσερμήνευτο θ. <i>εργα</i>-].
}}
}}

Revision as of 10:21, 24 August 2022

Greek Monolingual

το (AM ἐργαλεῖον
Α και ιων. τ. ἐργαλήιον)
όργανο το οποίο χειρίζεται κανείς για την εκτέλεση κάποιας τεχνικής εργασίας.
νεοελλ.
1. απαραίτητο μέσο για μελέτη, σπουδή κ.λπ. («τα εργαλεία της μελέτης, της ειδικότητας»)
2. το πέος
μσν.
πολεμική μηχανή, πολιορκητικό μηχάνημα
αρχ.-μσν.
1. το κίνητρο που ωθεί σε μια ενέργεια («κακίας ὡσανεὶ ἐργαλεῑόν ἐστιν ἡ φιλαργυρία», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Fέργαλον με παρέκταση -αλ (πρβλ. έτ-αλ-ον). Οι τ. εμφανίζουν ένα δυσερμήνευτο θ. εργα-].