κίνητρο

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ κίνητρον)
όργανο με το οποίο κινεί κάποιος κάτι
νεοελλ.
1. η σιδερένια ράβδος με την οποία οι μεταλλουργοί μετακινούν πυρακτωμένες ή λειωμένες ύλες
2. μτφ. αίτιο, ελατήριο ή ερέθισμα προς μία ενέργεια ή απόφαση (α. «κίνητρο του φόνου ήταν η ζήλεια» β. «ο δάσκαλος πρέπει να δίνει κίνητρα στους μαθητές για την πνευματική τους καλλιέργεια»
3. φρ. «οικονομικά κίνητρα» — οι παράγοντες που παρακινούν το άτομο στην ανάληψη οικονομικών πρωτοβουλιών και δραστηριοτήτων
μσν.-αρχ.
είδος μεγάλου κουταλιού, κουτάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινη- (πρβλ. -κινή-θην, παθ. αόρ. του κινῶ) + επίθημα -τρον (πρβλ. μίση-τρον, φίλη-τρον)].