τοπείο: Difference between revisions

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
(41)
 
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το, Ν<br />(δ. γρφ.) <b>βλ.</b> [[τοπίο]].———————— <b>(II)</b><br />το / τοπεῑον, ΝΑ, και ιων. τ. [[τοπήιον]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> τα ξάρτια πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br />[[σχοινί]], [[παλαμάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[τόπος]], αν και η [[σύνδεση]] αυτή προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
|mltxt=<b>(I)</b><br />το, Ν<br />(δ. γρφ.) <b>βλ.</b> [[τοπίο]].<br /><b>(II)</b><br />το / τοπεῖον, ΝΑ, και ιων. τ. [[τοπήιον]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> τα ξάρτια πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br />[[σχοινί]], [[παλαμάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[τόπος]], αν και η [[σύνδεση]] αυτή προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
}}
}}

Latest revision as of 10:22, 24 August 2022

Greek Monolingual

(I)
το, Ν
(δ. γρφ.) βλ. τοπίο.
(II)
το / τοπεῖον, ΝΑ, και ιων. τ. τοπήιον Α
νεοελλ.
ναυτ. τα ξάρτια πλοίου
αρχ.
σχοινί, παλαμάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τόπος, αν και η σύνδεση αυτή προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].