ελεγείο: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
(11)
 
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ ἐλεγεῑον)<br /><b>1.</b> [[δίστιχο]] που έχει τον πρώτο στίχο δακτυλικό εξάμετρο και τον δεύτερο δακτυλικό πεντάμετρο<br /><b>2.</b> θρηνητικό [[τραγούδι]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> [[ελεγεία]]<br />[[ποίημα]] ή [[επιγραφή]] σε ελεγειακό [[μέτρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[στίχος]] στην ελεγειακή [[επιγραφή]], [[ιδίως]] ο [[πεντάμετρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έλεγος]]. Από αυτό προήλθε το λατ. <i>ē</i><i>logium</i> του οποίου το αρχικό <i>e</i> θεωρήθηκε παρετυμολογικά ως προβληματικό. Επίσης λόγω συνδέσεως [[προς]] τα [[λόγος]], <i>logu</i><i>ī</i> επήλθε ποιοτική [[μεταβολή]] του εσωτερικού φωνήεντος <i>e</i> σε <i>ο</i>].
|mltxt=το (ΑΜ ἐλεγεῖον)<br /><b>1.</b> [[δίστιχο]] που έχει τον πρώτο στίχο δακτυλικό εξάμετρο και τον δεύτερο δακτυλικό πεντάμετρο<br /><b>2.</b> θρηνητικό [[τραγούδι]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> [[ελεγεία]]<br />[[ποίημα]] ή [[επιγραφή]] σε ελεγειακό [[μέτρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[στίχος]] στην ελεγειακή [[επιγραφή]], [[ιδίως]] ο [[πεντάμετρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έλεγος]]. Από αυτό προήλθε το λατ. <i>ē</i><i>logium</i> του οποίου το αρχικό <i>e</i> θεωρήθηκε παρετυμολογικά ως προβληματικό. Επίσης λόγω συνδέσεως [[προς]] τα [[λόγος]], <i>logu</i><i>ī</i> επήλθε ποιοτική [[μεταβολή]] του εσωτερικού φωνήεντος <i>e</i> σε <i>ο</i>].
}}
}}

Latest revision as of 10:23, 24 August 2022

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἐλεγεῖον)
1. δίστιχο που έχει τον πρώτο στίχο δακτυλικό εξάμετρο και τον δεύτερο δακτυλικό πεντάμετρο
2. θρηνητικό τραγούδι
3. πληθ. ελεγεία
ποίημα ή επιγραφή σε ελεγειακό μέτρο
αρχ.
στίχος στην ελεγειακή επιγραφή, ιδίως ο πεντάμετρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έλεγος. Από αυτό προήλθε το λατ. ēlogium του οποίου το αρχικό e θεωρήθηκε παρετυμολογικά ως προβληματικό. Επίσης λόγω συνδέσεως προς τα λόγος, loguī επήλθε ποιοτική μεταβολή του εσωτερικού φωνήεντος e σε ο].