Κορινθιάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Korinthiazomai | |Transliteration C=Korinthiazomai | ||
|Beta Code=*korinqia/zomai | |Beta Code=*korinqia/zomai | ||
|Definition= | |Definition=[[practise fornication]], because Corinth was famous for its courtesans, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>354</span>:—Act. in Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Κορινθιάζομαι''': ἀποθ., ἐξασκῶ πορνείαν, [[ἐπειδὴ]] ἡ [[Κόρινθος]] ἦτο [[διάσημος]] διὰ τὰς πόρνας αὐτῆς, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 133· ― τὸ ἐνεργ. παρ’ Ἡσυχ.: «κορινθιάζειν· μαστροπεύειν, ἑταιρεύειν»· ― Κορινθιαστής, οῦ, ὁ, [[πόρνος]], [[ἑταιριστής]], [[μαστροπός]], Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 1. 350. | |lstext='''Κορινθιάζομαι''': ἀποθ., ἐξασκῶ πορνείαν, [[ἐπειδὴ]] ἡ [[Κόρινθος]] ἦτο [[διάσημος]] διὰ τὰς πόρνας αὐτῆς, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 133· ― τὸ ἐνεργ. παρ’ Ἡσυχ.: «κορινθιάζειν· μαστροπεύειν, ἑταιρεύειν»· ― Κορινθιαστής, οῦ, ὁ, [[πόρνος]], [[ἑταιριστής]], [[μαστροπός]], Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 1. 350. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:30, 24 August 2022
English (LSJ)
practise fornication, because Corinth was famous for its courtesans, Ar.Fr.354:—Act. in Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
Κορινθιάζομαι: ἀποθ., ἐξασκῶ πορνείαν, ἐπειδὴ ἡ Κόρινθος ἦτο διάσημος διὰ τὰς πόρνας αὐτῆς, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 133· ― τὸ ἐνεργ. παρ’ Ἡσυχ.: «κορινθιάζειν· μαστροπεύειν, ἑταιρεύειν»· ― Κορινθιαστής, οῦ, ὁ, πόρνος, ἑταιριστής, μαστροπός, Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 1. 350.