ἑταιριστής

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑταιριστής Medium diacritics: ἑταιριστής Low diacritics: εταιριστής Capitals: ΕΤΑΙΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: hetairistḗs Transliteration B: hetairistēs Transliteration C: etairistis Beta Code: e(tairisth/s

English (LSJ)

ἑταιριστοῦ, ὁ, lewd man, Poll.6.188:—fem. ἑταιρίστρια, = τριβάς, Pl.Smp. 191e, Luc.DMeretr.5.2, Tim.Lex.

German (Pape)

[Seite 1047] ὁ, der Hurer, Poll. 6, 41.

Greek (Liddell-Scott)

ἑταιριστής: -οῦ, ὁ, ἀσελγὴς ἄνθρωπος, «ὁ περὶ τάς τῶν ἑταιρῶν θύρας κεκυλινδημένος» Πολυδ. Ϛ΄,188· θηλ. ἑταιρίστρια, = τριβάς, Πλάτ. Συμπ. 19Ε.

Greek Monolingual

ο, θηλ. εταιρίστρια (ΑΜ ἑταιριστής, θηλ. ἑταιρίστρια) εταιρίζω
νεοελλ.
1. αυτός που είναι μέλος κάποιας εταιρείας
2. ο φιλικός, ο μυημένος στα πράγματα της Φιλικής Εταιρείας
αρχ.
1. ο ασελγής άνθρωπος
2. το θηλ.ἑταιρίστρια
η ομοφυλόφιλη γυναίκα, η λεσβία («τοιαύτας [ἑταιριστρίας] γὰρ ἐν Λέσβῳ λέγουσι γυναῖκας ἀρρενωπούς», Λουκιαν.).