τυραννία: Difference between revisions
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
m (Text replacement - "penult." to "penultimate") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tyrannia | |Transliteration C=tyrannia | ||
|Beta Code=turanni/a | |Beta Code=turanni/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, = [[τυραννίς]], <span class="bibl">Xenoph.3</span> (with penultimate long); [[tyrannous conduct]], Wilcken <span class="title">Chr.</span>20 ii 12 (ii A. D.), <span class="bibl"><span class="title">PAmh.</span>2.142.15</span> (iv A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:44, 24 August 2022
English (LSJ)
ἡ, = τυραννίς, Xenoph.3 (with penultimate long); tyrannous conduct, Wilcken Chr.20 ii 12 (ii A. D.), PAmh.2.142.15 (iv A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
τῠραννία: ἡ, = τυραννίς, Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 526Β (μετὰ τῆς παραληγούσης μακρᾶς).
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και τυραννία και τυραγνία, η, και τυράγνιο, το, Ν τύραννος
η εξουσία του τυράννου, τυραννίδα
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) καταδυνάστευση, καταπίεση, βασανισμός (α. «δεν μπορούσε να υποφέρει άλλο την τυράννια του» β. «αυτή δεν είναι ζωή, είναι καθαρό τυράγνιο»).