ἱλαροτραγῳδία: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ilarotragodia | |Transliteration C=ilarotragodia | ||
|Beta Code=i(larotragw|di/a | |Beta Code=i(larotragw|di/a | ||
|Definition=[ῐ], ἡ, | |Definition=[ῐ], ἡ, [[burlesque tragedy]], invented by Rhinthon, Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Ῥίνθων]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:55, 24 August 2022
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, burlesque tragedy, invented by Rhinthon, Suid. s.v. Ῥίνθων.
German (Pape)
[Seite 1250] ἡ, heitere Tragödie, die Rhinton erfunden, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἱλᾰροτραγῳδία: ἡ, ἡ ἐκ τοῦ τραγικοῦ εἰς τὸ κωμικὸν καταπίπτουσα τραγῳδία, ἐφεῦρε δὲ αὐτὴν πρῶτος Ρίνθων ὁ Ταραντῖνος κωμικός, Σουΐδ. ἐν λ. Ρίνθων.
Greek Monolingual
η (Α ἱλαροτραγωδία)
1. τραγωδία που καταλήγει σε κωμικό αποτέλεσμα και έχει ως κύριο στοιχείο της τη φιλολογική παρωδία
2. κάθε σοβαροφανές γεγονός το οποίο ουσιαστικά είναι κωμικό ή έχει κωμική έκβαση.