ὀρθοπρίων: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
(9) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=orthoprion | |Transliteration C=orthoprion | ||
|Beta Code=o)rqopri/wn | |Beta Code=o)rqopri/wn | ||
|Definition=[ῑ], ονος, ὁ, <span | |Definition=[ῑ], ονος, ὁ, [[instrument for trepanning]], = [[χοινικίς]] 11, Hp. ap. Gal.19.126. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0375.png Seite 375]] ονος, ὁ, Gradbohrer zum Trepaniren, sonst [[χοινικίς]], Medic. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀρθοπρίων''': [ῑ], -ονος, ὁ, [[ἐργαλεῖον]] χειρουργικόν, [[εἶδος]] πρίονος ᾀνοίγοντος ὀπήν, ἀλλαχοῦ χοινικὶς (σημασ. ΙΙ), Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 536. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀρθοπρίων]], -ονος, ὁ (Α)<br />[[είδος]] πριονιού που χρησιμοποιούνταν στη [[χειρουργική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πρίων]], -<i>ονος</i> «[[πριόνι]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:57, 24 August 2022
English (LSJ)
[ῑ], ονος, ὁ, instrument for trepanning, = χοινικίς 11, Hp. ap. Gal.19.126.
German (Pape)
[Seite 375] ονος, ὁ, Gradbohrer zum Trepaniren, sonst χοινικίς, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθοπρίων: [ῑ], -ονος, ὁ, ἐργαλεῖον χειρουργικόν, εἶδος πρίονος ᾀνοίγοντος ὀπήν, ἀλλαχοῦ χοινικὶς (σημασ. ΙΙ), Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 536.
Greek Monolingual
ὀρθοπρίων, -ονος, ὁ (Α)
είδος πριονιού που χρησιμοποιούνταν στη χειρουργική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + πρίων, -ονος «πριόνι»].