ὑάγχη: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yagchi | |Transliteration C=yagchi | ||
|Beta Code=u(a/gxh | |Beta Code=u(a/gxh | ||
|Definition=[ῠ], ἡ, (ὗς, ἄγχω) | |Definition=[ῠ], ἡ, (ὗς, ἄγχω) [[angina with external swellings like those in scrofula]], Cael.Aur.<span class="title">CP</span>3.1: v. [[κυν-άγχη]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:03, 24 August 2022
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, (ὗς, ἄγχω) angina with external swellings like those in scrofula, Cael.Aur.CP3.1: v. κυν-άγχη.
German (Pape)
[Seite 1167] ἡ, die Bräune bei Schweinen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑάγχη: ἡ, (ὗς ἄγχω) νόσος τοῦ λαιμοῦ τῶν χοίρων, angina· καθόλου δέ, δεινὸς λαιμόπονος ἢ κατάρρους τοῦ λαιμοῦ, συνάγχη, πρβλ. Plin. N. H. 8. 51 καὶ ἴδε κυνάγχη.
Greek Monolingual
η / ὑάγχη, ΝΑ
νόσος του λαιμού τών χοίρων και, ειδικότερα, φλεγμονή του βλεννογόνου του οπίσθιου τμήματος του στόματος και του λάρυγγα
αρχ.
(γενικά) οξύς πόνος του λαιμού, κυνάγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς «χοίρος» + -άγχη (< ἄγχω), πρβλ. κυν-άγχη, χοιρ-άγχη].