ὑπερώϊος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
(43)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperoios
|Transliteration C=yperoios
|Beta Code=u(perw/i+os
|Beta Code=u(perw/i+os
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[ὑπερῷος]].</span>
|Definition=η, ον, v. [[ὑπερῷος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπερώιος]], -ωΐη, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ος Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[υπερώα]] (α. «υπερώια οστά» β. «υπερώια [[απόφυση]]» γ. «υπερώια [[πτυχή]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «υπερώιο [[ιστίο]]»<br /><b>ανατ.</b> η μαλακή [[υπερώα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο ὑπερῴος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. <span style="color: red;"><</span> [[υπερώα]], ενώ με την αρχ. σημ. [[είναι]] παρλλ. του [[ὑπερῷος]]].
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπερώιος]], -ωΐη, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ος Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[υπερώα]] (α. «υπερώια οστά» β. «υπερώια [[απόφυση]]» γ. «υπερώια [[πτυχή]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «υπερώιο [[ιστίο]]»<br /><b>ανατ.</b> η μαλακή [[υπερώα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο ὑπερῴος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. <span style="color: red;"><</span> [[υπερώα]], ενώ με την αρχ. σημ. [[είναι]] παρλλ. του [[ὑπερῷος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερώϊος:''' Hom. = [[ὑπερῷος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:07, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερώϊος Medium diacritics: ὑπερώϊος Low diacritics: υπερώϊος Capitals: ΥΠΕΡΩΪΟΣ
Transliteration A: hyperṓïos Transliteration B: hyperōios Transliteration C: yperoios Beta Code: u(perw/i+os

English (LSJ)

η, ον, v. ὑπερῷος.

German (Pape)

[Seite 1205] s. ὑπερῷος.

French (Bailly abrégé)

v. ὑπερῷος.

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπερώιος, -ωΐη, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ος Α
νεοελλ.
1. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπερώα (α. «υπερώια οστά» β. «υπερώια απόφυση» γ. «υπερώια πτυχή»)
2. φρ. «υπερώιο ιστίο»
ανατ. η μαλακή υπερώα
αρχ.
ο ὑπερῴος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. < υπερώα, ενώ με την αρχ. σημ. είναι παρλλ. του ὑπερῷος].

Russian (Dvoretsky)

ὑπερώϊος: Hom. = ὑπερῷος.