ἁβρότας: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(SL_1)
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
 
Line 1: Line 1:


{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ἁβρότας</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[splendour]], [[prosperity]], cf. [[ἁβρός]] (b) ὁ δὲ [[καλόν]] τι [[νέον]] λαχὼν ἁβρότατος [[ἔπι]] μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις (P. 8.89) [[ἐπεὶ]] ἀμφ' Ἑλένᾳ πυρωθέντων Τρώων ἔλυσε δόμους ἁβρότατος (P. 11.34)
|sltr=<b>ἁβρότας</b> [[splendour]], [[prosperity]], cf. [[ἁβρός]] (b) ὁ δὲ [[καλόν]] τι [[νέον]] λαχὼν ἁβρότατος [[ἔπι]] μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις (P. 8.89) [[ἐπεὶ]] ἀμφ' Ἑλένᾳ πυρωθέντων Τρώων ἔλυσε δόμους ἁβρότατος (P. 11.34)
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 3 September 2022

English (Slater)

ἁβρότας splendour, prosperity, cf. ἁβρός (b) ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν ἁβρότατος ἔπι μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις (P. 8.89) ἐπεὶ ἀμφ' Ἑλένᾳ πυρωθέντων Τρώων ἔλυσε δόμους ἁβρότατος (P. 11.34)