ἐπιτακτός: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0989.png Seite 989]] adj. verb. zu [[ἐπιτάσσω]], aufgetragen, befohlen, [[μέτρον]] Pind. P. 4, 236 u. A. – Bei Thuc. 6, 67 sind οἱ ἐπίτακτοι die hinten aufgestellten Reservetruppen, wie Plut. Sull. 18 σπεῖραι ἐπίτακτοι. Vgl. [[ἐπίταγμα]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0989.png Seite 989]] adj. verb. zu [[ἐπιτάσσω]], aufgetragen, befohlen, [[μέτρον]] Pind. P. 4, 236 u. A. – Bei Thuc. 6, 67 sind οἱ ἐπίτακτοι die hinten aufgestellten Reservetruppen, wie Plut. Sull. 18 σπεῖραι ἐπίτακτοι. Vgl. [[ἐπίταγμα]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>ἐπῐτακτός</b> appointed ἐξεπόνησ' ἐπιτακτὸν ἀνὴρ [[μέτρον]] (P. 4.236)
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπίτακτος]], -ον) [[επιτάσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει επιταχθεί, κατασχεθεί από την [[πολιτεία]] σε ώρα επιστρατεύσεως ή άλλης έκτακτης ανάγκης («επίτακτα σπίτια, αυτοκίνητα, πλοία» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο αυστηρά καθορισμένος, [[επιβεβλημένος]], προδιαγεγραμμένος («ἐπιτακτόν... [[μέτρον]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για εφεδρικό στρατό) ο τοποθετημένος στα [[μετόπισθεν]] («καὶ τους σκευοφόρους ἐντὸς τούτων τῶν ἐπιτάκτων ἐποιήσαντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά ἐπίτακτα</i><br />οι διαταγές, οι προσταγές.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτακτός:''' [[указанный]], [[предписанный]] ([[μέτρον]] Pind.).
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 3 September 2022

German (Pape)

[Seite 989] adj. verb. zu ἐπιτάσσω, aufgetragen, befohlen, μέτρον Pind. P. 4, 236 u. A. – Bei Thuc. 6, 67 sind οἱ ἐπίτακτοι die hinten aufgestellten Reservetruppen, wie Plut. Sull. 18 σπεῖραι ἐπίτακτοι. Vgl. ἐπίταγμα.

English (Slater)

ἐπῐτακτός appointed ἐξεπόνησ' ἐπιτακτὸν ἀνὴρ μέτρον (P. 4.236)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐπίτακτος, -ον) επιτάσσω
νεοελλ.
αυτός που έχει επιταχθεί, κατασχεθεί από την πολιτεία σε ώρα επιστρατεύσεως ή άλλης έκτακτης ανάγκης («επίτακτα σπίτια, αυτοκίνητα, πλοία» κ.λπ.)
αρχ.
1. ο αυστηρά καθορισμένος, επιβεβλημένος, προδιαγεγραμμένος («ἐπιτακτόν... μέτρον», Πίνδ.)
2. (για εφεδρικό στρατό) ο τοποθετημένος στα μετόπισθεν («καὶ τους σκευοφόρους ἐντὸς τούτων τῶν ἐπιτάκτων ἐποιήσαντο», Θουκ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά ἐπίτακτα
οι διαταγές, οι προσταγές.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτακτός: указанный, предписанный (μέτρον Pind.).