διακλείω: Difference between revisions
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=fermer le passage, interdire | |btext=fermer le passage, interdire l'accès.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κλείω]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:00, 5 September 2022
English (LSJ)
A shut out or off, χορηγίας τινί Plb.1.82.13; τινὰ ἀπὸ τῆς χώρας ib.73.6; τινὰ τῆς εἰσόδου D.H.11.14: c.inf., διεκλείσθη συμμετασχεῖν J.BJ1.19.1. II close, τὸ στόμα τοῦ ιιόντου App.Mith.12.
German (Pape)
[Seite 582] (s. κλείω), abschließen, abschneiden; τὸν αὐχένα, die Landenge, Pol. 4, 56; τινὰ ἀπό τινος, 16, 6; τινὰ τῆς εἰσόδου, Dion. Hal. 11, 14; τῆς ἐπανόδου, den Rückzug abschneiden, Pol. 5, 51; pass., 52; τινὶ τὰς χορηγίας, Zufuhr abschneiden, 1, 82.
Greek (Liddell-Scott)
διακλείω: (ἴδε κλείω), ἀποκλείω, ἐμποδίζω, Λατ. discludere, χορηγίας τινὶ Πολύβ. 1. 82, 13· τινὰ ἀπὸ τῆς χώρας αὐτόθι 73, 6.
French (Bailly abrégé)
fermer le passage, interdire l'accès.
Étymologie: διά, κλείω.
Spanish (DGE)
1 cerrar c. ac. de cosa τὸ στόμα τοῦ Πόντου App.Mith.12, ὅπλοις τὰς ἐξόδους D.H.8.82, cf. I.AI 19.102, τὰς ἐπὶ τὴν κώμην ὁρμὰς αὐτῶν διακλείειν I.BI 4.426
•fig. impedir διακλείων τὰς χορηγίας τοῖς περὶ τὸν Μάθω καὶ Σπένδιον Plb.1.82.13, las guerras, Sch.Pi.P.8.3a.
2 cerrar el paso, prohibir el acceso, estorbar c. ac. de pers. y gen. separat. ἀπὸ τῆς χώρας τοὺς Καρχηδονίους Plb.1.73.6, με τῆς εἰσόδου D.H.11.14, cf. 9.66, πολλοὺς ... τῆς φιλανθρωπίας IPr.112.59 (I a.C.)
•en v. pas. ser impedido c. gen. διακλεισθησόμενον τὸν Μόλωνα τῆς εἰς τὴν Μηδίαν ἐπανόδου Plb.5.51.10, c. inf. διεκλείσθη ... συμμετασχεῖν I.BI 1.365.
Greek Monolingual
(Α διακλείω)
1. αποκλείω, εμποδίζω
2. αποφράσσω, φράζω τελείως.
Russian (Dvoretsky)
διακλείω: преграждать путь, отрезывать, блокировать (τινὰ ἀπὸ τῆς χώρας и τινὰ τῆς ἐπανόδου Polyb.): τὸν αὐχένα δ. Polyb. блокировать перешеек; δ. τὰς χορηγίας τινί Polyb. перерезать пути подвоза к кому-л., блокировать кого-л.