εἰμέν: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - ".[[" to ". [[") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εἰμέν:'''<b class="num">I.</b> Επικ. και Ιων. αντί <i>ἐσμέν</i>, αʹ πληθ. του [[εἰμί]] ([[sum]]). ΙI.[[εἶμεν]], [[εἴμεναι]], Δωρ. απαρ. του ίδιου ρήματος. | |lsmtext='''εἰμέν:'''<b class="num">I.</b> Επικ. και Ιων. αντί <i>ἐσμέν</i>, αʹ πληθ. του [[εἰμί]] ([[sum]]). ΙI. [[εἶμεν]], [[εἴμεναι]], Δωρ. απαρ. του ίδιου ρήματος. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εἰμέν:''' эп.-ион. (= ἐσμέν) 1 л. pl. praes. к [[εἰμί]]. | |elrutext='''εἰμέν:''' эп.-ион. (= ἐσμέν) 1 л. pl. praes. к [[εἰμί]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:18, 21 September 2022
English (LSJ)
Epic and Ionic for ἐσμέν, 1 pl. of εἰμί.
German (Pape)
[Seite 730] ep. u. ion. = ἐσμέν, wir sind; εἶμεν, att. = εἴημεν.
Greek (Liddell-Scott)
εἰμέν: Ἐπ. καὶ Ἰων. α΄ πληθ. τοῦ εἰμί, Δωρ. εἰμές· ― ἀλλ’ εἶμεν, Δωρ. ἀπαρέμφ. τοῦ αὐτοῦ ῥήματος, Θουκ. 5. 77· Μεγαρικῶς εἴμεναι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 775.
French (Bailly abrégé)
épq., ion. et dor. c. ἐσμέν, 1ᵉ pl. de εἰμί.
English (Autenrieth)
see εἰμί.
Greek Monotonic
εἰμέν:I. Επικ. και Ιων. αντί ἐσμέν, αʹ πληθ. του εἰμί (sum). ΙI. εἶμεν, εἴμεναι, Δωρ. απαρ. του ίδιου ρήματος.
Russian (Dvoretsky)
εἰμέν: эп.-ион. (= ἐσμέν) 1 л. pl. praes. к εἰμί.