ὑληματικός: Difference between revisions
From LSJ
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ὕλημα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα υλήματα («καὶ ἐνίων ὑληματικῶν ὧν αἱ μὲν ῥίζαι | |mltxt=-ή, -όν, Α [[ὕλημα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα υλήματα («καὶ ἐνίων ὑληματικῶν ὧν αἱ μὲν ῥίζαι γλυκεῖαι τὰ δὲ [[ὑπὲρ]] γῆς οὐχ ὅμοια», Θεόφρ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:05, 27 September 2022
English (LSJ)
ή, όν, belonging to the class of ὕλημα, Thphr. CP 6.11.10.
German (Pape)
[Seite 1177] zum Vorigen gehörig, Theophr.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ὕλημα, -ατος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα υλήματα («καὶ ἐνίων ὑληματικῶν ὧν αἱ μὲν ῥίζαι γλυκεῖαι τὰ δὲ ὑπὲρ γῆς οὐχ ὅμοια», Θεόφρ.).