συγγραμματοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγγραμμᾰτοφύλαξ''': ὁ [[φύλαξ]] συγγραμμάτων, βιβλιοφύλαξ, Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἀπολογ. 2, Σουΐδ. ἐν λ. [[ῥητροφύλαξ]].
|lstext='''συγγραμμᾰτοφύλαξ''': ὁ [[φύλαξ]] συγγραμμάτων, βιβλιοφύλαξ, Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἀπολογ. 2, Σουΐδ. ἐν λ. [[ῥητροφύλαξ]].
}}
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />[[βιβλιοθηκάριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύγγραμμα]], -<i>άμματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]] <b>πρβλ.</b> <i>χρηματο</i>-[[φύλαξ]])].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />[[βιβλιοθηκάριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύγγραμμα]], -<i>άμματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]] <b>πρβλ.</b> <i>χρηματο</i>-[[φύλαξ]])].
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />[[βιβλιοθηκάριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύγγραμμα]], -<i>άμματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]] <b>πρβλ.</b> <i>χρηματο</i>-[[φύλαξ]])].
}}
}}

Revision as of 19:25, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγραμμᾰτοφύλαξ Medium diacritics: συγγραμματοφύλαξ Low diacritics: συγγραμματοφύλαξ Capitals: ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: syngrammatophýlax Transliteration B: syngrammatophylax Transliteration C: syggrammatofylaks Beta Code: suggrammatofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, keeper of books, Sch.Luc.Apol.2, Suid. s.v. ῥῆτραι.

German (Pape)

[Seite 962] ακος, ὁ, Schriftbewahrer, bei Suid. Erkl. von ῥητροφύλαξ.

Greek (Liddell-Scott)

συγγραμμᾰτοφύλαξ: ὁ φύλαξ συγγραμμάτων, βιβλιοφύλαξ, Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἀπολογ. 2, Σουΐδ. ἐν λ. ῥητροφύλαξ.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
βιβλιοθηκάριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύγγραμμα, -άμματος + φύλαξ πρβλ. χρηματο-φύλαξ)].