Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγκαταβατικός: Difference between revisions

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
(No difference)

Latest revision as of 19:25, 27 September 2022

German (Pape)

[Seite 964] ή, όν, herablassend, sich bequemend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταβᾰτικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, συγκαταβαίνων, ἐπιεικής, Ἰω. Χρυσόστ. τ. 4, σ. 148. - Ἐπιρρ. -κῶς, μὲ τρόπον συγκαταβατικόν, μετ’ ἐπιεικείας, Ὠριγέν. 1, 992, Καισάριος 908, κλπ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συγκαταβατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συγκατάβασις
1. επιεικής, ενδοτικός, ήπιος
2. καταδεκτικός
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με συγκατάβαση, αυτός που ενέχει συγκατάβαση («συγκαταβατική λύση»).
επίρρ...
συγκαταβατικώς / συγκαταβατικῶς ΝΜΑ, και συγκαταβατικά Ν
κατά τρόπο συγκαταβατικό, με συγκατάβαση.