συγκατάθεση: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[συγκατάθεσις]], -έσεως, ΝΜΑ, και [[συγκάθεσις]] Α [[συγκατατίθημι]]<br />[[επιδοκιμασία]], [[συναίνεση]], [[συγκατάνευση]] («ἔπαινον δὲ καὶ συγκατάθεσιν | |mltxt=η / [[συγκατάθεσις]], -έσεως, ΝΜΑ, και [[συγκάθεσις]] Α [[συγκατατίθημι]]<br />[[επιδοκιμασία]], [[συναίνεση]], [[συγκατάνευση]] («ἔπαινον δὲ καὶ συγκατάθεσιν μᾶλλον τοῖς πράττουσι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> [[συναίνεση]] προϋποθετική του κύρους δικαιοπραξίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμφωνία]]<br /><b>2.</b> (στη στωική [[φιλοσοφία]]) [[συγκατάνευση]] του νου [[προς]] τα διδασκόμενα<br /><b>3.</b> [[υποταγή]]<br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> [[κατάφαση]], [[βεβαίωση]] («αἱ δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι», <b>Σοφ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:25, 27 September 2022
Greek Monolingual
η / συγκατάθεσις, -έσεως, ΝΜΑ, και συγκάθεσις Α συγκατατίθημι
επιδοκιμασία, συναίνεση, συγκατάνευση («ἔπαινον δὲ καὶ συγκατάθεσιν μᾶλλον τοῖς πράττουσι», Πολ.)
νεοελλ.
(νομ.) συναίνεση προϋποθετική του κύρους δικαιοπραξίας
αρχ.
1. συμφωνία
2. (στη στωική φιλοσοφία) συγκατάνευση του νου προς τα διδασκόμενα
3. υποταγή
4. γραμμ. κατάφαση, βεβαίωση («αἱ δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι», Σοφ.).