στυλοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στῡλοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] στύλῳ ἢ γραφίδι, Γαλην. 4. 43Β, Στέφ. Διάκον. 1148C.
|lstext='''στῡλοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] στύλῳ ἢ γραφίδι, Γαλην. 4. 43Β, Στέφ. Διάκον. 1148C.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>1.</b> όμοιος με στύλο<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> (για οστική [[προεξοχή]]) αυτός που το [[σχήμα]] του θυμίζει στύλο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στυλοειδῶς</i> Α<br />σε [[σχήμα]] στύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στῦλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>1.</b> όμοιος με στύλο<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> (για οστική [[προεξοχή]]) αυτός που το [[σχήμα]] του θυμίζει στύλο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στυλοειδῶς</i> Α<br />σε [[σχήμα]] στύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στῦλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>1.</b> όμοιος με στύλο<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> (για οστική [[προεξοχή]]) αυτός που το [[σχήμα]] του θυμίζει στύλο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στυλοειδῶς</i> Α<br />σε [[σχήμα]] στύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στῦλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Revision as of 19:30, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῡλοειδής Medium diacritics: στυλοειδής Low diacritics: στυλοειδής Capitals: ΣΤΥΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: styloeidḗs Transliteration B: styloeidēs Transliteration C: styloeidis Beta Code: stuloeidh/s

English (LSJ)

ές, A like a stilus, styloid, ἀποφύσεις Ruf.Onom.142 (στηλ- codd.); ἀπόφυσις Gal.2.252,271; ἐκφύσεις Id.UP7.19. (βαρβαρίζοντες -ειδεῖς προσαγορεύουσι (cf. στῦλος 4) Gal.UPl.c., who glosses it by γραφιοειδής: but Lat. stilus has ǐ, not ȳ.) II Adv. -δῶς in pillar form, cj. in Epicur.Ep.2p.47U.

German (Pape)

[Seite 958] ές, säulenartig, griffelähnlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στῡλοειδής: -ές, ὅμοιος στύλῳ ἢ γραφίδι, Γαλην. 4. 43Β, Στέφ. Διάκον. 1148C.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
1. όμοιος με στύλο
2. ανατ. (για οστική προεξοχή) αυτός που το σχήμα του θυμίζει στύλο.
επίρρ...
στυλοειδῶς Α
σε σχήμα στύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + -ειδής].