συγχειρουργός: Difference between revisions

From LSJ

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτοspare me this | let this cup pass from me

Source
m (Text replacement - "<i>οι [[" to "οι [[")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=ό, ΜΑ<br /><b>στον πληθ.</b> οι [[συγχειρουργοί]]<br />συνεργάτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χειρουργός]] «[[εργάτης]], αυτός που εκτελεί χειρωνακτική [[εργασία]]»].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ό, ΜΑ<br /><b>στον πληθ.</b> οι [[συγχειρουργοί]]<br />συνεργάτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χειρουργός]] «[[εργάτης]], αυτός που εκτελεί χειρωνακτική [[εργασία]]»].
|mltxt=ό, ΜΑ<br /><b>στον πληθ.</b> οι [[συγχειρουργοί]]<br />συνεργάτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χειρουργός]] «[[εργάτης]], αυτός που εκτελεί χειρωνακτική [[εργασία]]»].
}}
}}

Latest revision as of 19:35, 27 September 2022

Greek Monolingual

ό, ΜΑ
στον πληθ. οι συγχειρουργοί
συνεργάτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + χειρουργός «εργάτης, αυτός που εκτελεί χειρωνακτική εργασία»].