συμβίωση: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η / [[συμβίωσις]], -ώσεως, ΝΜΑ [[συμβιῶ</i>, -<i>ώνω]]<br />το να ζει [[κάποιος]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], η [[κοινή]] [[διαμονή]] στον ίδιο χώρο (α. «η [[συμβίωση]] με την [[οικογένεια]] αυτή ήταν αδύνατη» β. «περὶ γυναικὸς συμβιώσεως», Αντίπ. Ταρσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> το [[σύνολο]] τών τρόπων κοινής διαβίωσης ατόμων δύο διαφορετικών ειδών το οποίο περιλαμβάνει την [[αλληλοβοήθεια]], την κοινοβίωση και τον παρασιτισμό<br /><b>2.</b> (οικ. δίκ.) [[δέσμη]] υποχρεώσεων που αφορούν την αμοιβαία [[συνδρομή]] και συναντίληψη τών συζύγων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λέσχη]], [[εταιρεία]]<br /><b>2.</b> [[σύζυγος]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[συμβίωσις]], -ώσεως, ΝΜΑ [[συμβιῶ</i>, -<i>ώνω]]<br />το να ζει [[κάποιος]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], η [[κοινή]] [[διαμονή]] στον ίδιο χώρο (α. «η [[συμβίωση]] με την [[οικογένεια]] αυτή ήταν αδύνατη» β. «περὶ γυναικὸς συμβιώσεως», Αντίπ. Ταρσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> το [[σύνολο]] τών τρόπων κοινής διαβίωσης ατόμων δύο διαφορετικών ειδών το οποίο περιλαμβάνει την [[αλληλοβοήθεια]], την κοινοβίωση και τον παρασιτισμό<br /><b>2.</b> (οικ. δίκ.) [[δέσμη]] υποχρεώσεων που αφορούν την αμοιβαία [[συνδρομή]] και συναντίληψη τών συζύγων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λέσχη]], [[εταιρεία]]<br /><b>2.</b> [[σύζυγος]].
|mltxt=η / [[συμβίωσις]], -ώσεως, ΝΜΑ [[συμβιῶ</i>, -<i>ώνω]]<br />το να ζει [[κάποιος]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], η [[κοινή]] [[διαμονή]] στον ίδιο χώρο (α. «η [[συμβίωση]] με την [[οικογένεια]] αυτή ήταν αδύνατη» β. «περὶ γυναικὸς συμβιώσεως», Αντίπ. Ταρσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> το [[σύνολο]] τών τρόπων κοινής διαβίωσης ατόμων δύο διαφορετικών ειδών το οποίο περιλαμβάνει την [[αλληλοβοήθεια]], την κοινοβίωση και τον παρασιτισμό<br /><b>2.</b> (οικ. δίκ.) [[δέσμη]] υποχρεώσεων που αφορούν την αμοιβαία [[συνδρομή]] και συναντίληψη τών συζύγων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λέσχη]], [[εταιρεία]]<br /><b>2.</b> [[σύζυγος]].
}}
}}

Latest revision as of 19:35, 27 September 2022

Greek Monolingual

η / συμβίωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[συμβιῶ, -ώνω]]
το να ζει κάποιος μαζί με κάποιον άλλο, η κοινή διαμονή στον ίδιο χώρο (α. «η συμβίωση με την οικογένεια αυτή ήταν αδύνατη» β. «περὶ γυναικὸς συμβιώσεως», Αντίπ. Ταρσ.)
νεοελλ.
1. βιολ. το σύνολο τών τρόπων κοινής διαβίωσης ατόμων δύο διαφορετικών ειδών το οποίο περιλαμβάνει την αλληλοβοήθεια, την κοινοβίωση και τον παρασιτισμό
2. (οικ. δίκ.) δέσμη υποχρεώσεων που αφορούν την αμοιβαία συνδρομή και συναντίληψη τών συζύγων
αρχ.
1. λέσχη, εταιρεία
2. σύζυγος.