συμπαρακατακλίνω: Difference between revisions
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπαρακατακλίνω''': [ῑ], [[κατακλίνω]] τινὰ πλησίον τινός, ἐκείνοις θεραπαινίδιά τινα συμπαρακατέκλινε Δίων Κάσσ. 60. 18. | |lstext='''συμπαρακατακλίνω''': [ῑ], [[κατακλίνω]] τινὰ πλησίον τινός, ἐκείνοις θεραπαινίδιά τινα συμπαρακατέκλινε Δίων Κάσσ. 60. 18. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[βάζω]] κάποιον να πλαγιάσει για να κοιμηθεί, [[κατακλίνω]] κάποιον [[κοντά]] σε κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρακατακλίνω]] «[[βάζω]] κάποιον να ξαπλώσει [[δίπλα]] σε κάποιον»]. | |mltxt=Α<br />[[βάζω]] κάποιον να πλαγιάσει για να κοιμηθεί, [[κατακλίνω]] κάποιον [[κοντά]] σε κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρακατακλίνω]] «[[βάζω]] κάποιον να ξαπλώσει [[δίπλα]] σε κάποιον»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 27 September 2022
English (LSJ)
[ῑ], make to lie beside, τινά τινι D.C.60.18.
German (Pape)
[Seite 984] mit daneben od. zusammen im Bett od. am Tische liegen lassen, D. Cass. 60, 18.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρακατακλίνω: [ῑ], κατακλίνω τινὰ πλησίον τινός, ἐκείνοις θεραπαινίδιά τινα συμπαρακατέκλινε Δίων Κάσσ. 60. 18.
Greek Monolingual
Α
βάζω κάποιον να πλαγιάσει για να κοιμηθεί, κατακλίνω κάποιον κοντά σε κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρακατακλίνω «βάζω κάποιον να ξαπλώσει δίπλα σε κάποιον»].